συναπήνεγκεν

συναπήνεγκεν
σύν-ἀποφέρω
Bis Acc.
aor ind act 3rd sg
σύν-ἀποφέρω
Bis Acc.
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συναποφέρω — Α 1. φέρω επίσης μαζί μου («πάντας κοιλίη συναπήνεγκεν», Ιπποκρ.) 2. μεταφέρω συγχρόνως μαζί μου («συναποφέρει τὸν ἀναβάτην», Γαλ.) 3. μέσ. συναποφέρομαι παρασύρω συγχρόνως μαζί μου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”